- λιτρίζω
- λιτρίζω (Α) [λίτρα]ζυγίζω ή χωρίζω κατά λίτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek
λιτρασμός — λιτρασμός, ὁ (Α) η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε ασμός] … Dictionary of Greek
λιτρισμός — λιτρισμός, ὁ (ΑM) [λιτρίζω] ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες … Dictionary of Greek